Ἀρχιτέλης

Ἀρχιτέλης
Ἀρχιτέλης
masc acc pl (attic epic doric)
Ἀρχιτέλης
masc nom/voc pl (doric aeolic)
Ἀρχιτέλης
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀρχιτέλει — Ἀρχιτέλης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Ἀρχιτέλεϊ , Ἀρχιτέλης masc dat sg (epic ionic) Ἀρχιτέλης masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρχιτέλεος — Ἀρχιτέλης masc gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρχιτέλην — Ἀρχιτέλης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀρχιτέλους — Ἀρχιτέλης masc gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”